- ριγεσίβιος
- ον, Αευαίσθητος («τοὺς ἀεὶ ῥιγῶντας οἱ παλαιοὶ ῥιγεσιβίους ἔλεγον οὓς οἱ νῡν δυσρίγους», Πολυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ῥίγεσι τού ῥῖγος + βίος (πρβλ. ὀρεσί-βιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥιγεσίβιοι — ῥιγεσίβιος living in the cold masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek